αγκιδούλα

αγκιδούλα
η [αγκίδα]
μικρή αγκίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγκίδα — και γκίδα, η 1. μικρό βελονοειδές τμήμα ξύλου, σχίζα, σκλήθρα 2. αγκάθι 3. διαβολή, ραδιουργία 4. αυτό που τρυπά, στενοχωρεί την ψυχή (στενοχώρια, έρωτας κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκίς. Η τροπή τού κ σε γκ με επίδραση από τα αγκίστρι, αγκύλη κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”